πτωχεύσει

πτωχεύσει
πτωχεύω
to be a beggar
aor subj act 3rd sg (epic)
πτωχεύω
to be a beggar
fut ind mid 2nd sg
πτωχεύω
to be a beggar
fut ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • обнищати — ОБНИЩА|ТИ (42), Ю, ѤТЬ гл. 1. Обеднеть, обнищать: не бѹди винопиица вьсѧ бо винопи˫аница ѡбнищаѥть СбТр ХII/ХIII, 148; то же (πτωχεύσει) Пч к. XIV, 84; да изъгнана ѿц҃ѧ бывша коръмить. или мужа или ѡбнищавъшю братью (πενομένους) КР 1284, 285а;… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • ανατροφή — Η επιμέλεια για τη σωματική και διανοητική υγεία του παιδιού, τη διάπλαση του χαρακτήρα και του πνεύματός του, την επαγγελματική του εκπαίδευση και τη διαφύλαξή του από κάθε κίνδυνο. Την ανατροφική εξουσία εξασκούν οι γονείς. Από την υποχρέωση… …   Dictionary of Greek

  • απτώχευτος — κ. αφτώχευτος η, ο (Μ ἀπτώχευτος, ον) 1. αυτός που δεν έχει περιέλθει σε πτώχευση, που δεν έχει εκπέσει οικονομικά 2. αυτός που δεν είναι δυνατόν να πτωχεύσει μσν. όποιος δεν έχει δοκιμάσει φτώχεια …   Dictionary of Greek

  • μουφλούζης — α, ικο (Μ μουφλούζης, α, ικο) (ως επίθ. και ως ουσ.) χρεωκοπημένος, αυτός που έχει πτωχεύσει, που έχει καταρρεύσει οικονομικώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. muflus] …   Dictionary of Greek

  • πτώχευση — (Νομ.). Είναι η ιδιαίτερη νομική κατάσταση στην οποία υποβάλλεται ο έμπορος, με δικαστική απόφαση, όταν παύει τις πληρωμές του. Στην κατάσταση π. μπορεί να κηρυχθεί και πρόσωπο που έχει πάψει στο μεταξύ να έχει την ιδιότητα του εμπόρου, καθώς και …   Dictionary of Greek

  • σύνδικος — ο 1. επίτροπος υποθέσεων εταιρείας, σωματείου κτλ. 2. «σύνδικος πτώχευσης», επίτροπος στον οποίο αναθέτουν τη διαχείριση της περιουσίας ενός που έχει πτωχεύσει …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”